ἐπηλυγάζωνται

ἐπηλυγάζωνται
ἐπηλυγάζω
overshadow
pres subj mp 3rd pl
ἐπηλυγάζω
overshadow
pres subj mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επηλυγάζω — ἐπηλυγάζω και ἐπηλυγίζω (AM) 1. επισκιάζω, καλύπτω 2. μέσ. επηλυγάζομαι κρύβομαι πίσω από κάτι 3. αποκρύπτω («ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυγ άζω (< ηλύγ η* «σκιά, σκοτάδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”